-
1 μογέω
A : [dialect] Ep. [tense] impf.μογέεσκον Nonn.D.1.312
, al., AP9.442 (Agath.): [dialect] Ep. [tense] aor.μόγησα Il.9.492
, al.: [dialect] Ep. [tense] pf. part. , Al. 529: ([etym.] μόγος):—poet. Verb, toil, suffer, in Hom. usu. with a cogn. acc.,ὅσσα γε.. θεῶν ἰότητι μόγησα Od.7.214
;μάλα πόλλ' ἔπαθον καὶ πολλ' ἐμόγησα Il.9.492
;πολλὰ μογήσας 2.690
, etc.; τῷ ἔπ' ἄλγεα πολλὰ μογήσῃ for whom he suffers.., Od.16.19, cf. Il.1.162;ὅσα.. ἐμόγησεν ἀμφ' ἐμοί Od.4.152
; εἵνεκ' ἐμεῖο πολέας ἐμόγησεν ἀέθλους ib. 170, cf. Hes.Th. 997, Thgn.71: abs. in part., ἐξ ἔργων μογέοντες tired after work, Od.24.388: hence nearly = μόγις, with pain or trouble, hardly,μογέων ἀποκινήσασκε Il. 11.636
;θέσαν μογέοντες 12.29
.2 in Trag., suffer pain, be distressed, ;μὴ παίσας μογῇς Id.Ag. 1624
; μογοῦντα πλευρά in the side, E.Alc. 849: c. dat.,δυστοκίαις μ. Call.Del. 242
(- τοκέες codd.); : metaph., χαλκοῖο πάλαι μεμογηότος ἄνθην having lost its sheen, Id.Al. 529.II trans., labour at,ὁ λιθουργὸς.. ἐμόγησε κόρας Posidipp.
ap. Tz.H.7.662. -
2 συμπονέω
A toil or suffer with or together, τινι with one, ;συμπόνει πατρί S.El. 986
, etc.;σ. καὶ συγκινδυνεύειν τισί X.Cyr.7.5.55
;τοῖς κακοπαθοῦσι Plu.Ant.43
;σ. τινὶ πόνους E.Or.[1224]
; σ. κακοῖσι take part in them, ib. 683: abs., labour together, S.Ant.41, etc.;σ. πολλά Ar.Ach. 695
(lyr.);ἐάν τι πονήσῃ μέρος, συμπονεῖ τὸ ὅλον Arist.Pr. 883a14
, cf. Thphr.Sud.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπονέω
См. также в других словарях:
μογέω — (ΑΜ) κατασκευάζω με κόπο, εκπονώ αρχ. 1. μοχθώ, κοπιάζω, καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι («ἐξ ἔργων μογέοντες», Ομ. Οδ.) 2. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζω («μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα», Ομ. Ιλ.) 3. πονώ, θλίβομαι, ασθενώ («συμπονήσατε τῷ νῡν… … Dictionary of Greek